Ένα μάλλον "φιλικό" μπραντεφέρ μεταξύ Κυβέρνησης και Τραπεζιτών είδαμε να εξελίσσεται στη σημερινή συνάντησή τους. Προσπαθώντας να επιδείξει πυγμή, όχι τόσο προς τους Τραπεζίτες, όσο προς τη δοκιμαζόμενη κοινή γνώμη, ο Υπουργός Παπαθανασίου "πίεσε" τις Τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια, ν' αυξήσουν τη ρευστότητα και να ενεργοποιήσουν το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ ΜικρώνΕπιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ).
Μέχρι σήμερα οι τράπεζες δεν διοχετεύουν το φθηνό ή δωρεάν χρήμα που ήδη άρχισαν να παίρνουν από το Κράτος προς την αγορά, αφού το χρησιμοποιούν για να καλυτερεύσουν τα δικά τους οικονομικά στοιχεία των εταιρειών τους. Εξ ου και η αυτονόητη, αλλά όχι εξ ορισμού τελέσφορη, δήλωση του Υπουργού ότι: "Η Κυβέρνηση υλοποιεί το πρόγραμμα ρευστότητας της οικονομίας, είναι ώρα λοιπόν και οι τράπεζες να μεταφέρουν τη ρευστότητα αυτή στις επιχειρήσεις και στους πολίτες".
Το ένα ζήτημα είναι αν θα πεισθούν οι Τράπεζες ν' αξιοποιήσουν τον λεγόμενο πυλώνα ρευστότητας, δηλαδή τα 15 από τα 28 δις € του πακέτου στήριξης το οποίο αφορά κρατικές εγγυήσεις διατραπεζικού δανεισμού προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητα. Η πτώση του επιτοκίου της ΕΚΤ σε 2% διαμορφώνει καλύτερες προοπτικές αξιοποίησης του μέτρου για λόγους που εξηγήσαμε σε προηγούμενα post. Πάντως οι τράπεζες θα πιέσουν πολύ ώστε να μην αναγκαστούν να προσφύγουν σε διατραπεζικό δανεισμό ακόμη και με το σημερινό επιτόκιο της ΕΚΤ, και θα προτιμήσουν να λύσουν τα προβλήματά τους αρμέγοντας αφενός το κράτος και αφετέρου τους πελάτες τους. Πάντως, το σημείο που ήταν εξαρχής προβληματικό στο πακέτο στήριξης των 28 δις € δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι η παροχή του ευνοϊκού για τις τράπεζες πακέτου των 13 δις € (οι δύο πυλώνες) δεν συνδέθηκε όσο έπρεπε με την ενεργοποίηση του τρίτου πυλώνα των 15 δις € που αφορά τη ρευστότητα. Υπό την έννοια αυτή δεν έχουν άδικο όσοι χαρακτηρίζουν το πακέτο των 28 δις € σαν πακέτο στήριξης των τραπεζών κι όχι σαν πακέτο στήριξης της οικονομίας. Άλλωστε στη σημερινή συνάντηση με τον Υπουργό οι τραπεζίτες μπήκαν "δυνατά" ζητώντας ανερυθρίαστα ανακατανομή του πακέτου των 28 δις € με μείωση του πυλώνα ρευστότητας των 15 δις € και μεταφορά κονδυλίων στους άλλους πυλώνες που ενισχύουν άμεσα τις ίδιες τις τράπεζες!
Πέραν των επικοινωνιακών λεονταρισμών από κυβερνητικής πλευράς, γεγονός είναι ότι οι τράπεζες αυτή τη στιγμή έχουν ως προτεραιότητα την κερδοφορία τους και τη διασφάλιση των δικών τους επιπέδων ρευστότητας. Γι' αυτό και τώρα άρχισαν να μειώνουν τα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων (έξοδα) χωρίς να μειώνουν τα επιτόκια χορηγήσεων (έσοδα). Παράλληλα, μειώνουν δραματικά την έγκριση νέων δανείων προκειμένου να προτατεύσουν τη ρευστότητά τους.
Τέλος, χαρακτηριστικό του ανελέητου, ανάλγητου και παρασιτικού τρόπου με τον οποίο διαπραγματεύονται οι τράπεζες, είναι ότι στη χθεσινή συνάντηση με τον Υπουργό Παπαθανασίου ζήτησαν (και μάλλον θα πετύχουν) το εξής: προκειμένου να ενεργοποιήσουν το δανειοδοτικό πρόγραμμα του ΤΕΜΠΜΕ, ζήτησαν ν' αυξηθεί το επιτοκιακό περιθώριο κέρδους τους από 2,1% σε 2,5% πάνω από το euribor 6μήνου. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι επειδή το επιτόκιο αυτό επιδοτείται 100% από το κράτος, οι έλληνες φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν την αυξημένη κερδοφορία των τραπεζών για τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα στήριξης των μικρών επιχειρήσεων. Προφανώς βέβαια ο πρωταρχικός στόχος των τραπεζών με την αύξηση αυτή είναι να ισοφαρίσουν ή και να υπερσκελίσουν προέλθουν από τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των δανείων που προσφέρουν οι ίδιες οι τράπεζες προς τις επιχειρήσεις με επιτόκιο περίπου 7%.
Το σίγουρο είναι ότι οι τραπεζίτες θα συνεχίσουν να ελίσσονται μετατοπίζοντας συνεχώς τα γκολπόστ, και υπό την έννοια αυτή θα δούμε πολλούς ακόμη γύρους διαπραγματεύσεων με την πολιτική εξουσία... άσε που από χθές η ΕΤΕ ανήκει στους 150 δυνατούς του πλανήτη αφού συγκαταλέγεται πλέον στο Global Dow - Top 150. Ισχυρές τράπεζες, ανίσχυρη οικονομία, ακόμη πιο ανίσχυρη ... πολιτική εξουσία.
Φίλτατε Ερέτη,
ΑπάντησηΔιαγραφήυπάρχει μια γερμανική έκφραση η οποία λέει ότι: Αργά θρέφεται το σκιουράκι, εννοώντας ότι η πραγματικότητα σχηματίζεται με αόρατη και ταυτόχρονα αδυσώπητη μεθοδικότητα, έως ότου φανεί ότι κάποιος έχει στοιβάξει όλα τα βελανίδια του δάσους στη σπηλιά του. Η στάση των ελληνικών τραπεζών στην κρίση, την οποία ξένοι αναλυτές τείνουν να παρομοιάσουν όχι πλέον με το κραχ του 1929 αλλά με την επιδημία του Μαύρου Θανάτου τον μεσαίωνα, είναι καταπληκτική ως δείγμα ιδιοτέλειας και αναλγησίας. Δεν υπάρχει καμία αντικειμενική αναγκαιότητα η οποία να υπαγορεύει ότι η πολυπόθητη ρευστότητα της αγοράς πρέπει να μεσολαβηθεί από τις τράπεζες και όχι, φέρ' ειπείν, από κατάλληλα διαμορφωμένους δημόσιους οργανισμούς (δεν είναι άλλωστε τυχαία η εν είδει τελετής βουντού επίκληση στο πνεύμα του Κέινς, με δημόσια έργα κ.λπ.). Εάν το είδος των κριτικών ιστορικών επιβιώσει στην Ελλάδα, μία από τις πρώτες μέριμνές τους στο μέλλον θα είναι η αναδίφηση στην δεκαετία του 1990 όπου η κυβέρνηση Σημίτη χάρισε τη χώρα (με εορταστική συσκευασία και με κορδέλες) στο τραπεζικό κεφάλαιο, αφήνοντας αργότερα τον γόνο της γνωστής οικογένειας πολιτικών κλητήρων να επιβεβαιώσει και να εμβαθύνει την εκπόρνευση. Ενώ δειλά-δειλά γίνεται σε διάφορα σημεία του πλανήτη λόγος για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο (ότι και αν σημαίνει αυτό), η συμπεριφορά των ελληνικών τραπεζών θυμίζει τα κόλπα Γιουγκοσλάβων τροχονόμων λίγο πριν την κατάρρευση του ανατολικου συνασπισμού: όταν σταματούσαν έναν transit οδηγό στη λεωφόρο δεν ήθελαν πλέον μόνο τα παραδοσιακά 10-20 δολλάρια, αλλά "και ένα κουτάκι κόκα-κόλα, και εκείνες τις δύο ρακέτες θαλάσσης από το πίσω κάθισμα".
Με τιμή
Δύτης